δύναμη

δύναμη
(Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα παραμορφωμένο ελατήριο, η αντίδραση που προβάλλει ένα τραπέζι στα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω σε αυτό, η άπωση (ή η έλξη) μεταξύ δύο σωμάτων που έχουν φορτιστεί με ομόσημα (ή ετερόσημα) ηλεκτρικά φορτία, η έλξη ενός μαγνήτη σε σιδηρά αντικείμενα κλπ. Ως φυσικό μέγεθος, μία δ. ορίζεται πλήρως όταν δοθούν το μέτρο, η διεύθυνση και η φορά της. Η διεύθυνση και η φορά ορίζουν την πορεία της κίνησης που θα ακολουθήσει ένα σώμα που βρίσκεται σε ηρεμία, όταν ασκηθεί σε αυτό μια δ. Το μέτρο μπορεί να υπολογιστεί από τον καθορισμό των αποτελεσμάτων που προκαλεί, δηλαδή με τη μέτρηση είτε των παραμορφώσεων που παράγονται είτε των επιταχύνσεων που προσδίδονται σε κατάλληλα επιλεγμένα σώματα. Ένα όργανο που χρησιμοποιείται για τον πρώτο τύπο μετρήσεων είναι το δυναμόμετρο. Αποτελείται από ένα βαθμονομημένο ελατήριο που διαθέτει έναν δείκτη και μία κλίμακα, πάνω στην οποία έχει σημειωθεί, με τη βοήθεια μιας δ. που έχει προεπιλεγεί ως πρότυπο, το βάρος που αντιστοιχεί σε κάθε παραμόρφωση. To δυναμόμετρο παρέχει μια στατική μέτρηση της δ., με μονάδα μέτρησης το κιλό (Kg). Εκτός από τη στατική μέθοδο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η δυναμική μέθοδος για τη μέτρηση των δ., η οποία στηρίζεται στον θεμελιώδη νόμο του Νεύτωνα F = m · γ. Σχηματικά, η μέθοδος συνίσταται στη μέτρηση της επιτάχυνσης που προσδίδεται από την ασκούμενη δ. σε μια γνωστή μάζα. Από μαθηματική άποψη, η δ. είναι ένα διάνυσμα και παριστάνεται γραφικά με ένα βέλος. Το μήκος αυτού του διανύσματος είναι ανάλογο με το μέτρο, σύμφωνα με μια προκαθορισμένη κλίμακα, και η διεύθυνση και η φορά του είναι οι ίδιες με αυτές της δ. Με τον τρόπο αυτόν απλοποιούνται οι πράξεις της σύγκρισης, της αφαίρεσης και της πρόσθεσης, οι οποίες γίνονται με τη χρήση των αντίστοιχων διανυσμάτων. Το αποτέλεσμα δύο δ. που εφαρμόζονται ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο αλλά έχουν διαφορετικές διευθύνσεις ισούται με το αποτέλεσμα μόνο μιας δ., της συνισταμένης των προηγουμένων, η οποία υπολογίζεται με την εφαρμογή του κανόνα του παραλληλόγραμμου που ισχύει για τα διανύσματα (διανυσματική πρόσθεση). Η δ. που είναι ίση και αντίθετη προς τη συνιστώσα είναι η εξισορροπούσα δ. Εάν δύο ή περισσότερες δ. έχουν μηδενική συνιστώσα, ισορροπούν. Δ. θέσης ονομάζονται οι δ. που μεταβάλλονται αν μεταβληθεί το θεωρούμενο σημείο εφαρμογής τους στο διάστημα. Γι’ αυτές, οι συνιστώσες του διανύσματος δ. είναι συναρτήσεις του σημείου εφαρμογής. Η ηλεκτρεγερτική δ. ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού που υπάρχει μεταξύ των πόλων μιας γεννήτριας τάσης, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ρεύμα. Αποτελεί την αιτία κίνησης του φορτίου μεταξύ ενός χαμηλού και ενός υψηλότερου δυναμικού, αλλά δεν έχει διανυσματικό χαρακτήρα. Μονάδα μέτρησης αυτής της δ. είναι το Volt (1 Volt = 1 Joule/Coulomb). δ. συνοχής. Οι δ. που συνδέουν τα μόρια ή τα ιόντα από τα οποία αποτελείται η ύλη. Η τάση που έχουν τα μόρια ή τα ιόντα να συνδέονται είναι αποτέλεσμα δύο επιδράσεων: α) των αμοιβαίων ελκτικών ή απωστικών δ. που υπάρχουν ανάμεσα σε όλα τα υλικά σώματα και β) της φυσικής τάσης όλων των σωμάτων που έχουν κινητική ενέργεια να απομακρύνονται το ένα από το άλλο, επειδή η κίνηση μακριά από το κέντρο μάζας είναι λιγότερο πιθανό να διαταραχτεί από κάποια σύγκρουση απ’ ό,τι είναι η κίνηση προς το κέντρο μάζας. Η τάση αυτή για απομάκρυνση εντείνεται όσο αυξάνεται η θερμοκρασία. Γενικά, όσο πιο ισχυρές είναι οι δ. συνοχής ενός σώματος τόσο πιο μεγάλη είναι η πυκνότητα, η σκληρότητα, η αντοχή και η ικανότητά του να αντιστέκεται στην επίδραση της θέρμανσης. Όσο πιο ασθενείς είναι οι δ. συνοχής τόσο πιο μεγάλη είναι η τάση του σώματος να διασκορπιστεί στον χώρο (διάχυση). Με τη διατύπωση των αρχών της αδράνειας και της επιτάχυνσης ο Γαλιλαίος έθεσε τις βάσεις της «σύγχρονης» δυναμικής. Στη φωτογραφία, μία σελίδα του έργου του.
* * *
η (AM δύναμις)
1. σωματική ρώμη, ισχύς, πνευματική ευρωστία, ευφυΐα («δεν έχει δύναμη να προχωρήσει», «εκφραστική δύναμη»)
2. ικανότητα για εκτέλεση μιας πράξης («έχω τη δύναμη να τό κάνω»)
3. ισχύς, αξίωμα, κύρος («το κόμμα του έχει μεγάλη δύναμη»)
4. ισχύς αξιώματος, δικαίωμα («η δύναμη τής κυβέρνησης»)
5. εξουσία πάνω σε κάτι («μεγάλην έχει δύναμιν [ο έρωτας] εις πάντας τους ανθρώπους»)
6. (για νόμους και επίσημες πράξεις) εγκυρότητα, κύρος
7. στρατεύματα και κάθε πολεμική παρασκευή («οι δυνάμεις τών αντιπάλων»)
8. δραστική ιδιότητα («η διαβρωτική δύναμη τού νερού»)
9. αόρατες, υπερφυσικές υποστάσεις που θεωρούνται ότι προέρχονται από τον θεό και ενεργούν για καλό ή κακό («οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν», «ὑποταγέντων αὐτῷ ἀγγέλων καί ἐξουσιῶν καὶ δυνάμεων»)
10. τα οικονομικά μέσα
11. φρ. «κατά δύναμιν» — όσο μπορεί κανείς
μσν.- νεοελλ.
1. (για πράγμα) στερεότητα, αντοχή
2. ψυχική αντοχή, θάρρος («παίρνει ψυχή και δύναμη τσ' Αθήνας το φουσάτο»)
3. μαγική δύναμη
4. (για ποτάμι, άνεμο κ.λπ.) σφοδρότητα, ορμή
νεοελλ.
1. ειδική εξουσία που ασκείται για ορισμένο κύκλο («τρεις ήταν οι δυνάμεις κατά το σύνταγμα
νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική»)
2. κράτος («οι μεγάλες δυνάμεις»)
3. στον πληθ. δυνάμεις- οικονομική ευεξία
μσν.
1. πλούτος («βλέπε πτωχόν... βοήθει τον ἀπό τὴν δύναμίν σου», Σπανέας)
2. (για τον θεό) παντοδυναμία
3. ενδυνάμωση, ενίσχυση
4. οχυρό, κάστρο
αρχ.
1. φυσική δεξιότητα, ικανότητα
2. τέχνη
3. ποσότητα
4. ιδιότητα
5. νοητική λειτουργία, νόημα
6. φάρμακο
7. στον πληθ. δυνάμεις
συνταγές
8. σημασία λέξης
9. φωνητική αξία ήχων ή γραμμάτων
10. μουσική αξία
11. αξία νομίσματος
12. η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια σε αντίθεση με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια
13. μαθημ. το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού
14. απόδειξη θείας δύναμης, θαύμα
15. αντικείμενο ή ουσία με μαγικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα δύναμις προέρχεται από θ. δυνα- τού δύναμαι, με επίθημα -μι- (πρβλ. θέμις) και αντικατέστησε στη χρήση το αρχ. όνομα (F)ıς. Διακρίνεται σημασιολογικά από τα ισχύς*, ρώμη* και χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει διάφορες σημασίες, όπως τη σημασία «πολιτική δύναμις» στην Αττική, ενώ ο πληθ. τής λ. σήμαινε «στρατιωτικές δυνάμεις»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόκεντρος δύναμη — Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”